- -άγρα
- παραγωγική κατάληξη τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής, που δημιουργήθηκε από τα σε -αγρα σύνθετα και μάλιστα από τα ποδ-άγρα, χειρ-άγρα, που δηλώνουν νόσημα. Δηλώνει γενικά πάθος, κακότητα, ελάττωμα, όπως αγαθός-αγαθάγρα, αγκώνας-αγκωνάγρα (= πόνος στον αγκώνα), κουφός-κουφάγρα, τυφλός-τυφλάγρα, ζαβός-ζαβάγρα, στραβός-στραβάγρα κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.